φωτοσβέστης


φωτοσβέστης
Προφορά

Ετυμολογία
φωτοσβέστης φως + σβήνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φωτοσβέστης

(μτφ. ) ο εχθρός του πνευματικού φωτός, πολέμιος κάθε προόδου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.