προβλεπτικός


προβλεπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
προβλεπτικός προβλέπω

Ερμηνεία
επίθετο┘ προβλεπτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να προβλέπει το μέλλον και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων

Συνώνυμα
προνοητικός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.