πλήρωση


πλήρωση
Προφορά

Ετυμολογία
πλήρωση αρχαία ελληνική πλήρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλήρωση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του πληρώ, γέμισμα, τελείωση
✦ εκτέλεση όρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.