λακτίζω


λακτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
λακτίζω αρχαία ελληνική λακτίζω

Ερμηνεία
ρήμα λακτίζω

✦ χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ
(μτφ. ) διώχνω, περιφρονώ
✦ φρ. προς κέντρα λακτίζειν, για μάταιη επίθεση ή καταστρεπτική για τον επιτιθέμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.