κατασκευαστής


κατασκευαστής
Προφορά

Ετυμολογία
κατασκευαστής μεταγενέστερη ελληνική κατασκευαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κατασκευαστής

✦ θηλ. κατασκευάστρια πρόσωπο που κατασκευάζει κάτι
✦ (κ. ως επίθ.): κατασκευάστρια εταιρεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.