κατασβεστήρας


κατασβεστήρας
Προφορά

Ετυμολογία
κατασβεστήρας κατασβέννυμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κατασβεστήρας

✦ φορητή συσκευή για την κατάσβεση πυρκαγιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.