διαιώνιση


διαιώνιση
Προφορά

Ετυμολογία
διαιώνιση διαιωνίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαιώνιση

✦ η διατήρηση στους αιώνες: η διαιώνιση του είδους
✦ η μακρά παράταση: η διαιώνιση μιας νοσηρής καταστάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.