ώριος


ώριος
Προφορά

Ετυμολογία
ώριος μεσαιωνική ελληνική ὥριος

Ερμηνεία
ώριος

✦ -ια, -ιο κ. ωριός, -ά, -ό επίθ. ωραίος: σύρε ταχιά στην ώρια τη σπηλιά, πραματευτή με τα ώρια μάτια (Ι. Γρυπάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.