όργιο
Προφορά
Ετυμολογία
όργιο αρχαία ελληνική ὄργια, τα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το όργιο
✦ στον πληθ. όργια, μυστηριακές τελετές και θυσίες των αρχαία ελληνική Ελλήνων: διονυσιακά όργια
✦ αφροδισιακές ακολασίες: προς την συνοικία που τη νύχτα μονάχα ζει με όργια και κραιπάλη (Κ. Καβάφης)
✦ (γεν.) ανήθικες πράξεις, παρανομίες, καταχρήσεις: καταγγέλλονται όργια συναλλαγών
✦ στον εν. όργιο, για να δηλωθεί η υπερβολή για κάτι: όργιο νοθείας – όργιο σπατάλης – όργιο φημών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–