ωριμότητα


ωριμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ωριμότητα μεταγενέστερη ελληνική ὡριμότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ωριμότητα

✦ το μέστωμα, το γίνωμα ενός καρπού
(μτφ. ) η ιδιότητα του ώριμου ανθρώπου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.