ωρίμανση


ωρίμανση
Προφορά

Ετυμολογία
ωρίμανση ωριμάζω

Ερμηνεία
ωρίμανση

✦ (Κ ωρίμανσις, -εως) το ωρίμασμα του καρπού
(μτφ. ) η ηλικία της ακμής
(μτφ. ) πλήρης πνευματική και ψυχική ανάπτυξη και συγκρότηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.