χόνδρος


χόνδρος
Προφορά

Ετυμολογία
χόνδρος αρχαία ελληνική χόνδρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χόνδρος

✦ ζωικός ιστός, τραχύς και ελαστικός στα άκρα των οστών, στα πτερύγια των αφτιών, στο ρινικό διάφραγμα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.