χοντρικός
Προφορά
Ετυμολογία
χοντρικός χοντρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χοντρικός -ή, -ό
✦ που δίνεται ή γίνεται σε μεγάλες ποσότητες: χοντρικό εμπόριο
✦ που παρουσιάζεται στα βασικά σημεία: χοντρική ερμηνεία του φαινομένου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λιανικός
Επιρρήματα
χοντρικά