χοντραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
χοντραίνω χοντρός
Ερμηνεία
χοντραίνω
✦ κ. χοντρύνω ρ. (χόντρυνα) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο
✦ φρ. χοντραίνω το παιχνίδι – το χόντρυναν, στο χαρτοπαίγνιο, όταν παίζονται μεγάλα ποσά· (μτφ. ) εγκαταλείπω τα προσχήματα και εντείνω απροκάλυπτα τις απαιτήσεις μου από κάποιον ή τις διαφωνίες μου με κάποιον
✦ γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος
✦ (για τη φωνή) βαραίνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λεπταίνω, αδυνατίζω
Επιρρήματα
–