χοντράνθρωπος
Προφορά
Ετυμολογία
χοντράνθρωπος χοντρός + άνθρωπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χοντράνθρωπος
✦ άνθρωπος άξεστος, αγροίκος: ένα πλάσμα όλο ασκήμια, ένας χοντράνθρωπος με καμουτσίκι καθότανε πάνω στη σέλα και όριζε (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–