χολώνω


χολώνω
Προφορά

Ετυμολογία
χολώνω αρχαία ελληνική χολόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα χολώνω

✦ εξοργίζω, χολιάζω κάποιον
✦ εύχρ. ιδ. η παθ. μτχ. χολωμένος, πολύ δυσαρεστημένος, κακιωμένος: είναι χολωμένος με τους συγγενείς του για κάτι κληρονομικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.