φόρμα


φόρμα
Προφορά

Ετυμολογία
φόρμα └ιταλ┘forma

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φόρμα

✦ μορφή, σχήμα
✦ μήτρα, καλούπι
✦ (ειδ.) μαγειρικό σκεύος του οποίου το σχήμα παίρνουν τα γλυκά ή φαγητά που τοποθετούνται σ’ αυτό: φόρμα του κέικ
✦ ειδικό ένδυμα, συν. μονοκόμματο, που φορά εργάτης, τεχνίτης κτλ. κατά την εργασία του
✦ ειδικό ένδυμα αθλουμένου
✦ καλή φυσική και πνευματική κατάσταση κάποιου, που του επιτρέπει να έχει υψηλή απόδοση σε κάτι: ο αθλητής είναι σε φόρμα – παρά τα χρόνια του, ο πιανίστας διατηρεί τη φόρμα του – φρ. είναι σε φόρμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.