φόντο


φόντο
Προφορά

Ετυμολογία
φόντο └ιταλ┘fondo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φόντο

✦ το βάθος οποιουδήποτε πράγματος
✦ (ειδ.) το βάθος ζωγραφικού πίνακα ή άλλης εικόνας
✦ (μτφ. στον πληθ.) ηθικό, πνευματικό ή χρηματικό κεφάλαιο: δεν έχει τα φόντα για μια τέτοια δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.