φόνισσα
Προφορά
Ετυμολογία
φόνισσα φονέας, νέα ονομαστ. από τη μεταγενέστερη ελληνική αιτ. τον φονέα(ν), του αρχαίου ελληνικού φονεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φόνισσα
✦ θηλ. φόνισσα (Κ ο, η φονεύς, -έως) που σκότωσε άνθρωπο
✦ ο συστηματικός ή επαγγελματίας δολοφόνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–