φόλα
Προφορά
Ετυμολογία
φόλα μεσαιωνική ελληνική φόλα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φόλα
✦ μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα
✦ κομμάτι τροφής με δηλητήριο για τη θανάτωση ζώων, ιδ. σκύλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–