φορέας
Προφορά
Ετυμολογία
φορέας αρχαία ελληνική φορεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φορέας
✦ αυτός που φέρει και μεταδίδει κάτι· (ειδ.) αυτός που μπορεί να μεταδώσει μια αρρώστια σε άλλους, χωρίς απαραιτήτως ο ίδιος να νοσεί: φορέας του ιού του έιτζ
✦ οργανισμός που μπορεί να μεταβιβάσει γενετικά χαρακτηριστικά σε απογόνους: φορέας της κληρονομικότητας
✦ μέσο ή όργανο με το οποίο εκφράζονται ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα κτλ.: που κάνει τη γλώσσα φορέα συναισθημάτων (Γ. Σεφέρης) – η τέχνη ως φορέας ιδεών
✦ όργανο για την υλοποίηση στόχων, καταρτισμό και εφαρμογή προγραμμάτων κτλ.: συνδικαλιστικοί φορείς – ασφαλιστικός φορέας
✦ τεχνικό κατασκεύασμα για μεταφορά φορτίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–