φορά
Προφορά
Ετυμολογία
φορά αρχαία ελληνική φορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φορά
✦ γρήγορη κίνηση
✦ η φόρα των αθλητών
✦ κατεύθυνση κινούμενου πράγματος
✦ περίπτωση ή κατάσταση, χρονική περίοδος ή στιγμή: αυτή τη φορά πέτυχε καλύτερο αποτέλεσμα – άλλη φορά, να προσέχεις περισσότερο
✦ ως ποσοτικό επίρρ.: δυο – τρεις – δέκα φορές
✦ (ως χρον. επίρρ.) μια φορά, κάποτε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–