φονταμενταλιστής
Προφορά
Ετυμολογία
φονταμενταλιστής └γαλλ┘ fondamentaliste
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φονταμενταλιστής
✦ θηλ. φονταμενταλίστρια οπαδός του φονταμενταλισμού, ο φανατικά προσηλωμένος στην κατά γράμμα ερμηνεία κειμένων στα οποία στηρίζονται τα δόγματα μιας θρησκείας
✦ (κατ’ επέκτ.) ο φανατικά προσκολλημένος σε αρχές κίνησης, δόγματος, κόμματος κτλ., που αρνείται κάθε απόκλιση από ένα πλαίσιο αρχών και θέσεων, και απορρίπτει κάθε νεοτερισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–