φονταμενταλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
φονταμενταλισμός └γαλλ┘ fondamentalisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φονταμενταλισμός
✦ κίνημα του προτεσταντισμού που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αι. στις ΗΠΑ, και υποστήριζε την αυστηρή και κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής ως θεμέλιο της χριστιανικής ζωής και διδασκαλίας
✦ (κατ’ επέκτ.) θρησκευτική τάση και αντίληψη συντηρητική και αντιδραστική, που αρνείται κάθε νεοτερισμό στη θρησκεία: ισλαμικός φονταμενταλισμός
✦ (κατ’ επέκτ.) κίνηση, συμπεριφορά ή στάση που δίνει έμφαση στην αυστηρή και σχολαστική προσκόλληση σ’ ένα πλαίσιο βασικών αρχών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–