φολκλόρ


φολκλόρ
Προφορά

Ετυμολογία
φολκλόρ └αγγλ┘folklore (= λαογραφία)

Ερμηνεία
φολκλόρ

✦ άκλ. (ως ουσ.) το σύνολο των στοιχείων (παραδόσεις, έθιμα, τραγούδια, χοροί κτλ.) που συνθέτουν τη λαϊκή τέχνη και πολιτισμό: ξεκινώντας αργότερα από το φολκλόρ και το ντόπιο χρώμα (Κ. Βάρναλης)
✦ (ως επίθ.) φολκλορικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.