φεγγρίζω


φεγγρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
φεγγρίζω φεγγαρίζω

Ερμηνεία
ρήμα φεγγρίζω

✦ αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής
✦ αδυνατίζω υπερβολικά: τα χέρια της φεγγρίζανε το ίδιο καθώς τα μάγουλά της (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.