φεγγαριάτικος


φεγγαριάτικος
Προφορά

Ετυμολογία
φεγγαριάτικος φεγγάρι

Ερμηνεία
επίθετο┘ φεγγαριάτικος -η, -ο

✦ σεληνιακός, φεγγαρίσιος
✦ που πάσχει από σεληνιασμό, επιληπτικός
(μτφ. ) ιδιότροπος, λοξός
✦ πληθ. ουδ. τα φεγγαριάτικα ως ουσ., παραξενιές, λόξες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.