φαρσέρ


φαρσέρ
Προφορά

Ετυμολογία
φαρσέρ └γαλλ┘ farceur

Ερμηνεία
φαρσέρ

✦ άκλ. ουσ. που του αρέσει να σκαρώνει φάρσες σε βάρος άλλων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.