φανοκόρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φανοκόροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φανοκόρος.mp3Ετυμολογίαφανοκόρος φανός + αρχαία ελληνική κόρος (= υπηρέτης) Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο φανοκόρος ✦ άτομο που φροντίζει για την καλή κατάσταση των φανών φωτισμού μιας πόλης Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–