φανερώνω
Προφορά
Ετυμολογία
φανερώνω μεσαιωνική ελληνική φανερώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φανερώνω
✦ κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω, εμφανίζω
✦ δηλώνω, σημαίνω
✦ (μέσ.) φανερώνομαι, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι: τότε μου φανερώθηκες ντυμένη με τα χρώματα της καρδιάς μου (Γ. Βαρβιτσιώτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–