φανερός
Προφορά
Ετυμολογία
φανερός αρχαία ελληνική φανερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φανερός -ή, -ό
✦ ορατός, εμφανής
✦ που γίνεται ενώπιον όλων, που ο καθένας μπορεί να τον δει: φανερή ψηφοφορία
✦ πρόδηλος, οφθαλμοφανής, σαφής
✦ φρ. στα φανερά, ενώπιον όλων, απροκάλυπτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αφανής, κρυφός, αθέατος ,άδηλος, συγκεχυμένος
Επιρρήματα
φανερά (Κ φανερώς)