φανατισμός
Προφορά
Ετυμολογία
φανατισμός └γαλλ┘ fanatisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φανατισμός
✦ υπερβολική αφοσίωση σε ιδέες, αντιλήψεις κτλ., που εξωθεί στον παραλογισμό και στην έχθρα προς τους αντιφρονούντες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–