φανατικός
Προφορά
Ετυμολογία
φανατικός └λατιν┘ fanaticus (= αυτός που συχνάζει στο fanum, στο ναό)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φανατικός -ή, -ό
✦ ο κατεχόμενος από φανατισμό: πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αφανάτιστος
Επιρρήματα
φανατικά (Κ φανατικώς)