φέγγω
Προφορά
Ετυμολογία
φέγγω αρχαία ελληνική φέγγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φέγγω
✦ φωτίζω
✦ (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω
✦ φεγγρίζω
✦ φρ. έφεξε από την αρρώστια, την πείνα κτλ. αδυνάτισε πολύ, έγινε κάτισχνος – του ‘φεξε, του συνέβη ανέλπιστο καλό
✦ (απρόσ.) φέγγει, ξημερώνει, χαράζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–