φέγγος
Προφορά
Ετυμολογία
φέγγος αρχαία ελληνική φέγγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φέγγος
✦ το διάχυτο και αμυδρό φως του φεγγαριού ή των άστρων: στο φέγγος των άστρων (Π. Πρεβελάκης)
✦ φως, λάμψη, ανταύγεια: και του ήλιου όλα τα φέγγη φέγγοντας, προς τα ύψη αψήφιστα τραβούσαν (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–