τόρσο


τόρσο
Προφορά

Ετυμολογία
τόρσο └ιταλ┘torso (= κοτσάνι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τόρσο

✦ γλυπτή παράσταση του κορμού του ανθρώπινου σώματος· (ειδ.) ο κορμός ενός αγάλματος, χωρίς κεφάλι, χέρια και πόδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.