τρόχισμα


τρόχισμα
Προφορά

Ετυμολογία
τρόχισμα τροχίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τρόχισμα

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του τροχίζω, ακόνισμα
(μτφ. ) εξάσκηση για απόκτηση ικανότητας, επιδεξιότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.