τρυγόνι
Προφορά
Ετυμολογία
τρυγόνι μεταγενέστερη ελληνική τρυγόνι(ο)ν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού τρυγών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τρυγόνι
✦ άγριο αποδημητικό πουλί, από τα περιστεροειδή: στ’ αυγουστιάτικα περάσματα διαβατάρικο τρυγόνι (Γ. Δροσίνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–