τροχοπέδηση


τροχοπέδηση
Προφορά

Ετυμολογία
τροχοπέδηση τροχοπεδώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τροχοπέδηση

✦ επιβράδυνση της κίνησης τροχού με την τροχοπέδη, φρενάρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.