τροχοπέδη


τροχοπέδη
Προφορά

Ετυμολογία
τροχοπέδη μεταγενέστερη ελληνική τροχοπέδη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τροχοπέδη

✦ κάθε μέσο που επιβραδύνει την ταχύτητα περιστρεφόμενου τροχού, το φρένο
(μτφ. ) καθετί που ανακόπτει μια κίνηση, μια προσπάθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.