τροχιστικός


τροχιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
τροχιστικός τροχιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ τροχιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον τροχιστή ή το τρόχισμα
✦ πληθ. ουδ. τροχιστικά ως ουσ., τα έξοδα για τρόχισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.