τροχίσκος


τροχίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
τροχίσκος αρχαία ελληνική τροχίσκος, υποκοριστικό του τροχός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τροχίσκος

✦ μικρός τροχός, καρούλι
✦ (φαρμακ.) η παστίλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.