τραυματιοφορέας
Προφορά
Ετυμολογία
τραυματιοφορέας τραυματίας + φορεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τραυματιοφορέας
✦ στρατιώτης ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και τη μεταφορά τραυματιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–