τραυλισμός


τραυλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
τραυλισμός μεταγενέστερη ελληνική τραυλισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τραυλισμός

✦ διαταραχή του έναρθρου λόγου που οφείλεται σε δυσκολία προφοράς ορισμένων συμφώνων και αντικατάστασή τους με άλλα (γ αντί ρ, θ αντί σ), ψεύδισμα
✦ βραδυγλωσσία
✦ ψελλισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.