τραταμέντο
Προφορά
Ετυμολογία
τραταμέντο └ιταλ┘trattamento
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τραταμέντο
✦ κέρασμα σε φιλοξενούμενο, τρατάρισμα: σε βάζαν να καθίσεις στον καναπέ, έλεγες τις συνηθισμένες κουβέντες… σου βγάναν το τραταμέντο και πήγαινες στο καλό (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–