τραπεζοκόμα


τραπεζοκόμα
Προφορά

Ετυμολογία
τραπεζοκόμα μεταγενέστερη ελληνική τραπεζοκόμος

Ερμηνεία
τραπεζοκόμα

✦ ουσ. θηλ. κ. τραπεζοκόμα πρόσωπο που υπηρετεί τους γευματίζοντες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.