τραπεζιτικός


τραπεζιτικός
Προφορά

Ετυμολογία
τραπεζιτικός τραπεζίτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ τραπεζιτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τους τραπεζίτες ή τις τράπεζες: τραπεζιτικά συμφέροντα – όσο έμενε στην Αθήνα η ζωή του κυλούσε ανάμεσα σε τραπεζιτικά συμβούλια (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.