τραπεζίτης
Προφορά
Ετυμολογία
τραπεζίτης αρχαία ελληνική τραπεζίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τραπεζίτης
✦ διευθυντής ή ιδιοκτήτης τράπεζας
✦ καθένα από τα τρία τελευταία δόντια της κάθε οδοντοστοιχίας, γομφίος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–