τράπουλα


τράπουλα
Προφορά

Ετυμολογία
τράπουλα └ιταλ┘trappola (= παγίδα, δόλος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τράπουλα

✦ η δεσμίδα των παιγνιοχάρτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.