τορπιλοειδής


τορπιλοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
τορπιλοειδής τορπίλη + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τορπιλοειδής -ής, -ές

✦ ο όμοιος κατά το σχήμα με τορπίλη

Συνώνυμα
ατρακτοειδής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.